Νταμούχαρη
Η "Νταμούχαρη" είναι ένας μικρός παραδοσιακός οικισμός ψαράδων, στη βορειοανατολική ακτή του Πηλίου, στο Αιγαίο Πέλαγο. Για την ακρίβεια αποτελεί το επίνειο ενός μεγαλύτερου ορεινού χωριού που λέγεται "Μούρεσι". Πρόκειται για δύο κολπίσκους, ένα γραφικό λιμάνι βόρεια και μία παραλία με το χαρακτηριστικό της λευκό βότσαλο νότια την "Παλιά Νταμούχαρη", σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά του Ανατολικού Πηλίου με πλούσια άγρια βλάστηση. Ανάμεσά τους δεσπόζει ένας μικρός λόφος με ερείπια από τείχη βενετσιάνικου κάστρου Μεσαιωνικής Εποχής.
Παραδοσιακός οικισμός
Μέσα σε ελαιώνες και παράκτιο δάσος είναι χτισμένα αμφιθεατρικά μόλις 20-30 παλιά και νεόδμητα παραδοσιακά σπίτια, τα περισσότερα από τα οποία κατοικούνται μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι δύο ξενώνες μας βρίσκονται στο κέντρο του χωριού χαμηλά στο επίπεδο της θάλασσας και μπροστά ακριβώς στο λιμανάκι. Στην Νταμούχαρη λειτουργούν κατά την τουριστική περίοδο 3 ταβέρνες με κλασική ελληνική κουζίνα, μία καφετέρια, ένα εναλλακτικό καφέ-κυλικείο με ελαφριά σπιτικά γεύματα, ένα μικρό παντωπολείο και ένα μαγαζάκι με ρούχα και ελληνικά χειροποίητα προϊόντα.
Χαλαρωτικές διακοπές στη φύση
Όλα αυτά σε συνδυασμό με το σημαντικό της ιστορικό ρόλο και τη σύνδεση του οικισμού με όλα τα κύρια μονοπάτια του Πηλίου κάνουν το μικρό ψαροχώρι ιδανικό προορισμό για όσους επιθυμούν να χαλαρώσουν στις διακοπές τους, να απολαύσουν τη φύση και να αποδράσουν από την καθημερινότητα. Από την "Παλιά Νταμούχαρη" ξεκινάει και καταλήγει το εντυπωσιακό αιωνόβιο μακρύ καλντερίμι που οδηγεί στην Τσαγκαράδα, κεφαλοχώρι μιας άλλης εποχής και την Φακίστρα, μια ερημική πολύ ιδιαίτερη παραλία με καταγάλανα νερά.
Η ιστορία της Νταμούχαρης
Η ιστορία της Νταμούχαρης ξεκινάει ήδη από το Μεσαίωνα, όταν η Βενετία κυριαρχούσε σε όλη τη Μεσόγειο. Οι Ενετοί ναυτικοί επέλεξαν την στρατηγική της θέση για να χτίσουν εκεί ένα φρούριο (με ερείπιά του ορατά μέχρι σήμερα) που θα τους χρησίμευε ως σταθμό ανεφοδιασμού και ασφάλειας από τους πειρατές του Αιγαίου Πελάγους. Λέγεται ότι την ώρα της πειρατικής επίθεσης οι Βενετοί προετοιμάζονταν πίσω από τα τείχη και προσεύχονταν στην Παρθένο Μαρία ζητώντας προστασία, ψελλίζοντας: Ντάμι (λατινικά) Χάρη (ελληνικά), που σημαίνει “Δώσε μου χάρη”.
Το ερωτευμένο ζευγάρι
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Απόστολος Βαïνόπουλος, ο προπάππους της οικογένειάς μας, καπετάνιος στα αγγλικά εμπορικά πλοία, επιστρέφει στη γενέτειρά του και αποφασίζει να οργανώσει στην Νταμούχαρη μια επιχείρηση εισαγωγών και εξαγωγών από και προς το Ανατολικό Πήλιο. Εκείνη την εποχή όλο το εμπόριο της περιοχής διεξαγόταν μέσω θαλάσσης από το μοναδικό φυσικό λιμάνι της Νταμούχαρης, με το χαρακτηριστικό του τελωνείο πάνω στον κόλπο και τις μεγάλες αποθήκες περιμετρικά του. Μετά από ένα ταξίδι του στη Βόρεια Ευρώπη ερωτεύεται την Ελληνο-Ρουμάνα από αριστοκρατική οικογένεια του Βουκουρεστίου, Κλεοπάτρα, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε Μιραμάρε, την παντρεύεται και έρχονται μαζί να ζήσουν στην ιδιαίτερη και ερημική Νταμούχαρη. Ο Απόστολος της αφιερώνει το μέρος και χτίζει για αυτήν ένα αρχοντικό, το οποίο δυστυχώς δε σώζεται. Η Κλεοπάτρα νιώθει απομονωμένη με το σύντροφό της να λείπει συχνά σε ταξίδια και υποφέρει από κατάθλιψη, ενώ τελικά πεθαίνει στη γέννα του ενός και μοναδικού παιδιού τους. Το αγοράκι σώζεται, αλλά πεθαίνει και αυτό μετά από μερικά χρόνια.
Μια νέα οικογενειακή αρχή
Μετά το θάνατο του γιου του ο Απόστολος παντρεύεται για δεύτερη φορά, την οικονόμο και παραμάνα του χαμένου του γιου Βικτώρια, την πρόγιαγιά μας. Αυτή αποτελεί μια δημιουργική περίοδο για αυτόν. Μαζί αποκτούν πέντε παιδιά, όλα με αρχαιοελληνικά ονόματα, την Κλεοπάτρα, την Ηλέκτρα, τον Ιάσονα, το Νικία και τον Κλέαρχο. Παράλληλα, η επιχείρησή του πάει καλά και υπηρετεί ως Δήμαρχος την τοπική κοινότητα, μόλις 45 ετών με όρεξη και μεγάλα σχέδια για τον τόπο και την Νταμούχαρη. Πεθαίνει ξαφνικά, όμως, μέσα σε μια εβδομάδα εξαιτίας μιας υπερθερμίας που του συνέβη από πυρκαγιά που ξέσπασε στο βουνό. Η Βικτώρια μένει μόνη της με τα παιδιά, κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία και στα πρώτα σημάδια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου αναγκάζεται να την σπαταλήσει και να πουλήσει μεγάλο μέρος της, ώσπου ξαναπαντρεύεται το Στέργιο Μπαστούνη, έναν άντρα περίπου 15 χρόνια νεότερό της με τον οποίο κάνουν μια κόρη τη Βαρβάρα.
Η άνθιση του τουρισμού
Μετά τη δεκαετία του ΄40 και την επέκταση του οδικού δικτύου, η Νταμούχαρη χάνει τελείως τον εμπορικό της ρόλο και μετετρέπεται σε λημέρι ψαράδων μέχρι την τουριστική ανάπτυξη του μέρους από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Οι πρώτοι ξένοι ταξιδιώτες είναι γερμανικής κυρίως προέλευσης, οι οποίοι ανακαλύπτουν το χωριό τυχαία και επιθυμούν να διατηρήσουν μαζί του μια πιο σταθερή σχέση μετατρέποντας ένα από τα πιο παλιά κτίρια του οικισμού σε Ξενώνα, ενώ αργότερα αγόρασαν περιουσίες και έχτισαν τα δικά τους εξοχικά.